αιθυλιούχος

αιθυλιούχος
-ο
αυτός που περιέχει αιθύλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιθύλιο + -ούχος < έχω
η λ. πλάστηκε από τον καθηγητή τής οργαν. Χημείας στο Μετσ. Πολυτεχνείο Τηλέμ. Κομνηνό (1884)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”